- δύσθυμος
- -η, -οκακοδιάθετος, άκεφος: Η ταλαιπωρία που πέρασε τον έκανε δύσθυμο.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
δύσθυμος — η, ο (AM δύσθυμος, ον) βαρύθυμος, κακόκεφος, μελαγχολικός αρχ. το ουδ. ως ουσ. το δύσθυμον η δυσθυμία … Dictionary of Greek
δύσθυμος — δύσθῡμος , δύσθυμος desponding masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δυσθυμότερον — δυσθῡμότερον , δύσθυμος desponding adverbial comp δυσθῡμότερον , δύσθυμος desponding masc acc comp sg δυσθῡμότερον , δύσθυμος desponding neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κακός — Μυθολογικό πρόσωπο της ρωμαϊκής μυθολογίας. Σύμφωνα με την παράδοση ήταν μισός άνθρωπος και μισός σάτυρος. Γιος του Ηφαίστου και φοβερός ληστής, έβγαζε από το στόμα του φλόγες και καπνούς. Κατοικούσε σε μια σπηλιά στον λόφο του Αβεντίνου (ένας… … Dictionary of Greek
δυσθύμως — δυσθύ̱μως , δύσθυμος desponding adverbial δυσθύ̱μως , δύσθυμος desponding masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δύσθυμον — δύσθῡμον , δύσθυμος desponding masc/fem acc sg δύσθῡμον , δύσθυμος desponding neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άθυμος — η, ο (Α ἄθυμος, ον) νεοελλ. δύσθυμος, άκεφος, στενοχωρημένος, μελαγχολικός αρχ. 1. αυτός που δεν έχει θάρρος, ο δειλός 2. ο μη θυμοειδής, ο δίχως οργή ή πάθος 3. ο μη ενθαρρυντικός, ο δυσάρεστος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ στερητ. + θυμός. ΠΑΡ. αθυμία,… … Dictionary of Greek
άκεφος — η, ο αυτός που δεν έχει κέφι, ο δύσθυμος. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερητ. + κέφι*. ΠΑΡ. ακεφιά] … Dictionary of Greek
αναποδιάζω — [ανάποδα] Ι. (μτβ.) 1. γυρίζω τα επάνω προς τα κάτω, στρέφω κάτι ανάποδα, αναστρέφω 2. (για ρούχα) αντιστρέφω την κύρια όψη παρουσιάζοντας την ανάποδη 3. προξενώ εμπόδια, δυσκολεύω μια κατάσταση 4. επιφέρω σύγχυση, «τά κάνω άνω κάτω» 5. αλλάζω,… … Dictionary of Greek
βαρυγγωμώ — ( άω) και βαργωμάω και βαρυγγωμίζω και βαρυγνωμάω 1. είμαι βαρύθυμος, δυσανασχετώ 2. είμαι δυσαρεστημένος ή οργισμένος εναντίον κάποιου που με αδίκησε (συνήθως πεθαμένου) 3. καταριέμαι 4. (για άρρωστο) χειροτερεύω 5. (η μτχ. παθ. παρακμ.)… … Dictionary of Greek